κοῖλ'

κοῖλ'
κοῖλα , κόιλος
hollow
neut nom/voc/acc pl
κοῖλε , κόιλος
hollow
masc voc sg
κοῖλαι , κόιλος
hollow
fem nom/voc pl
κοῖλα , κοῖλος
hollow
neut nom/voc/acc pl
κοῖλε , κοῖλος
hollow
masc voc sg
κοῖλαι , κοῖλος
hollow
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κοῖλ' — Κοῖλαι , Κοίλη giblets of poultry fem nom/voc pl Κοῖλα , Κοῖλα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Coelacanth — Temporal range: Devonian–Recent …   Wikipedia

  • Quastenflosser — Komoren Quastenflosser (Latimeria chalumnae) Zeitraum Devon bis heute 409 bis 0 Mio. Jahre Systematik …   Deutsch Wikipedia

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ευθυώνυξ — εὐθυῶνυξ, ὁ, ἡ και εὐθυώνυχος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει ίσια νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + όνυξ. Το ω λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. ακρ ώνυξ, γαμψ ώνυξ, κοιλ ώνυξ)] …   Dictionary of Greek

  • θαμπάδα — η 1. έλλειψη στιλπνότητας, θάμπωμα 2. το αμυδρό φως τής αυγής ή τού δειλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδα* (πρβλ. ασπρ άδα, ζαλ άδα, κοιλ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • θυρεοκοιλίτης — θυρεοκοιλίτης, ὁ (Α) επιγρ. στρατιώτης οπλισμένος με κοίλο θυρεό*, με επιμήκη θυρεοειδή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός «ασπίδα» + κοιλ ίτης (< κοίλος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. ουσ.] …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κλεφταράς — ο, θηλ. κλεφταρού κλέφταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. κοιλ αράς, μυτ αράς)] …   Dictionary of Greek

  • κοιλάτος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά 2. ευτραφής, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ ιά + κατάλ. άτος, (αντί *κοιλιάτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”